κνιπος

κνιπος
    κνιπός
    κνῑπός
    2
    скупой, скаредный Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κνιπος" в других словарях:

  • κνιπός — κνιπός, ή, όν (AM) φιλάργυρος, τσιγκούνης αρχ. ακριβός. επίρρ... κνιπῶς (Α) με φιλάργυρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνίψ «σκνίπα». Η μτφ. σημ. λόγω τής βουλιμίας τών εντόμων] …   Dictionary of Greek

  • κνιπός — κνίψ masc gen sg κνῑπός , κνίψ masc gen sg κνῑπός , κνιπός niggardly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γνίφων — Γνίφων, ο (Α) φιλάργυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Γνίφων πιθ. < Κνίφων, ανθρωπωνύμιο παρωνύμιο (πρβλ. γναφεύς κναφεύς, γνάπτω κνάπτω) < κνιπός «φιλάργυρος» (πρβλ. κνίψ, κνιπός), ενώ κατ άλλους πρόκειται για αρχικό τ. που ανάγεται σε ρίζα *gn bh και… …   Dictionary of Greek

  • κνιψ — κνίψ, ιπός και σκνιψ, ιπός, ὁ, με ονομ. πληθ. σκνῑφες, οι (Α) 1. το έντομο σκνίπα («ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι ἄττα, κνῖπες, οἵ, ὅταν ἐν ταῖς συκαῖς γίνωνται, κατεσθίουσι τοὺς ψῆνας», Θεόφρ.) 2. μικρό μυρμήγκι 3. στον πληθ. (κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • Knicker, der — Der Knicker, des s, plur. ut nom. sing. 1) Im Nieders. kleine aus Thon gebackene Schnellkügelchen, besonders so fern sie zu gewissen Spielen der Kinder dienen; von dem Schalle, welchen sie im Spielen machen, wenn sie an einander stoßen. 2) Eine… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • κνιπία — κνιπία, ἡ (Μ) έλλειψη τροφίμων, λιμός («ἐγένετο δὲ ἐν τῷ χρόνω τούτῳ θανατικόν καὶ κνιπία παντὸς εἴδους», Θεοφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με το κνιπός*] …   Dictionary of Greek

  • κνιπεύω — (Α, Μ κνιπεύομαι [κνιπός] είμαι φιλάργυρος …   Dictionary of Greek

  • κύνιψ — ο ζωολ. γένος παράσιτων υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας cynipidae που δημιουργούν τις κηκίδες επάνω στα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cynips < λατ. cinyphes < κνίψ, κνιπός «σκνίπα»] …   Dictionary of Greek

  • σκνιπός — και σκνιφός, ή, όν, Α 1. τσιγγούνης, φιλάργυρος 2. αυτός που έχει ασθενική όραση, μύωπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνίψ, σκνιπός «σκνίπα» (πρβλ. κνιπός: κνίψ). Για τις μτφ. χρήσεις τών τ. βλ. λ. κνίψ] …   Dictionary of Greek

  • κνιποί — κνιπόομαι to be inflamed pres subj mp 2nd sg κνιπόομαι to be inflamed pres ind mp 2nd sg κνῑποί , κνιπός niggardly masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνιπούς — κνῑπούς , κνιπός niggardly masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»